συνεξέλθῃ

συνεξέλθῃ
συνεξέρχομαι
go
aor subj mid 2nd sg
συνεξέρχομαι
go
aor subj act 3rd sg
συνεξέρχομαι
go
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεξέρχομαι — Α 1. εξέρχομαι μαζί με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.) 2. (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ ὕστερον... ἀποτέμνεται», Αριστοτ.) 3. επιτίθεμαι 4. καταλήγω, αποβαίνω ταυτοχρόνως με κάτι άλλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”